- ξοάνων
- ξόανονimage carvedneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξοανογλύφος — ξοανογλύφος, ὁ (Μ) γλύπτης ξοάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξόανον + γλυφός (< γλύφω), πρβλ. τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
ξοανοποιία — ξοανοποιΐα, ἡ (Α) η κατασκευή ξοάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξόανον + ποιΐα (< ποιός < ποιῶ)] … Dictionary of Greek
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek